Τα αδενώματα παραθυρεοειδούς αποτελούν καλοήθεις όγκους που εμφανίζονται σε έναν η και περισσότερους παραθυρεοειδείς αδένες. Οι παραθυρεοειδείς είναι μικροί αδένες που βρίσκονται πίσω από τον θυρεοειδή. Συνήθως είναι 4 αλλά μπορεί και να διαφέρει ο αριθμός τους. Η κύρια λειτουργία τους είναι η ρύθμιση των επιπέδων του ασβεστίου στο αίμα μέσω της παραθρομόνης. Το ασβέστιο παίζει σημαντικό ρόλο σε διάφορες λειτουργίες του οργανισμού.

Τα προβλήματα που προκαλούνται από τους παραθυρεοειδείς αδένες προκύπτουν όταν αρχίζουν να παράγουν μεγαλύτερη ποσότητα παραθορμόνης από το φυσιολογικό όριο, κάτι που μπορεί να προκληθεί από υπερπλασία, αδενώματα ή καρκίνωμα των παραθυρεοειδών αδένων. Ως αποτέλεσμα της υπερέκκρισης αυξάνονται τα επίπεδα του ασβεστίου στο αίμα με επακόλουθη εμφάνιση συμπτωμάτων στο νευρομυϊκό και γαστρεντερικό σύστημα. Ο ασθενής μπορεί να εμφανίσει επιπλέον πόνους στα οστά, κατάγματα, κολικό των νεφρών, νεφρολιθίαση ή και νευρωσικές και ψυχωσικές εκδηλώσεις.

Αδενώματα παραθυρεοειδούς: Υπερπαραθυρεοειδισμός

Η παραπάνω κατάσταση που περιγράψαμε λέγεται υπερπαραθυρεοειδισμός και μπορεί να είναι πρωτοπαθής ή δευτεροπαθής και τριτοπαθής. Ο πρωτοπαθής αφορά πάθηση των παραθυρεοειδών αδένων και κυρίως οφείλεται σε καλοήθη αδενώματα σε κάποιον από τους αυτούς τους αδένες, ενώ ο δευτεροπαθής και τριτοπαθής μια αντίδραση των παραθυρεοειδών αδένων σε άλλες παθήσεις όπως η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια. Ο πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός αποτελεί τη συχνότερη αιτία υπερσυγκέντρωσης ασβεστίου στο αίμα, στον γενικό πληθυσμό και αφορά συνήθως γυναίκες άνω των 45 ετών. Ο δευτεροπαθής είναι πιο σπάνιος. Εδώ η αυξημένη παραγωγή παραθορμόνης οφείλεται σε κάποιο πρόβλημα υγείας όπως νεφρική ανεπάρκεια ή προβλήματα απορρόφησης που μπορεί να οδηγήσουν σε ανεπάρκεια της βιταμίνης D. Ο τριτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός είναι σπάνιος και εμφανίζεται σε κάποιους ασθενείς με δευτεροπαθή υπεπαραθυρεοειδισμό, οι οποίοι μπορεί να αναπτύξουν υπερπλαστικούς αδένες που υπερλειτουργούν.

Αδενώματα παραθυρεοειδούς: Συμπτώματα

Τα αδενώματα παραθυρεοειδούς εμφανίζουν ήπια συμπτώματα και έτσι δεν γίνονται άμεσα αντιληπτά από τον ασθενή. Στα αρχικά στάδια μπορεί το άτομο να αναφέρει αδυναμία, εύκολη κόπωση και μυϊκή εξασθένιση. Σε ποιο προχωρημένο στάδιο αναφέρονται κοιλιακά άλγη, ατονία, τάση απομόνωσης και κατάθλιψη. Επίσης με την πάροδο των χρόνων παρουσιάζονται υποτροπιάζουσες νεφρολιθιάσεις, οστεοπόρωση, πεπτικό έλκος λόγω υπερέκκρισης υδροχλωρικού οξέως, αρτηριακή υπέρταση, δίψα, απώλεια όρεξης, εμετοί, διαταραχές μνήμης και σύγχυση.

Αδενώματα παραθυρεοειδούς: Χειρουργική Αντιμετώπιση

Η θεραπεία στα αδενώματα παραθυρεοειδούς είναι κυρίως χειρουργική, καθώς η εκτομή του αδένα είναι ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος θεραπείας. Εάν υπάρχει υπερπλασία όλων των παραθυρεοειδών τότε αφαιρούνται 3½ αδένες. Πριν από την εγχείρηση το πρώτο βήμα είναι ο εντοπισμός του αδένα ή των αδένων που πάσχουν. Για να γίνει αυτό καθοριστική είναι η βοήθεια του υπερηχογραφήματος, της αξονικής και της μαγνητικής τομογραφίας και του σπινθηρογραφήματος τραχήλου. Η επέμβαση γίνεται με γενική αναισθησία και στη συνέχεια γίνεται μια πολύ μικρή τομή 2 – 3 εκατοστών στον τράχηλο από την οποία αφαιρείται ο αδένας ή οι αδένες που πάσχουν. Με ειδικά ενδοσκοπικά εργαλεία είναι δυνατή η μεγέθυνση και προβολή σε μόνιτορ του εγχειρητικού πεδίου, ώστε να επιτρέπεται στον χειρουργό η επαρκής δράση. Η χειρουργική τομή γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να καμουφλάρεται στις φυσιολογικές πτυχές του δέρματος και τα ράμματα μπαίνουν ενδοδερμικά. Στην περίπτωση που αφαιρεθούν όλοι οι παραθυρεοειδείς αδένες γίνεται μεταμόσχευση από τον ίδιο τον ασθενή με δικό του μόσχευμα παραθυρεοειδικού ιστού στους μύες του αντιβραχίου προκειμένου να ρυθμίζεται η παραγωγή του ασβεστίου στον οργανισμό. Ο ασθενής μετά την επέμβαση μπορεί να φάει αφού παρέλθουν 2 ώρες και η διατροφή μπορεί να είναι ελεύθερη. Μπορεί να ομιλεί κανονικά και παραμένει στο νοσοκομείο 24 ώρες.

Αδενώματα παραθυρεοειδούς: Μπορεί να υπάρξουν επιπλοκές;

Οι πιθανότητες επιπλοκών είναι σπάνιες και έχουν να κάνουν με τραυματισμό των λαρυγγικών νεύρων, που μπορεί να οδηγήσει σε προσωρινή ή μόνιμη αλλαγή του τόνου της φωνής, καθώς και προβλήματα αιμορραγίας και από το αναπνευστικό(ατελεκτασία,κλπ). Με την πρόοδο της τεχνολογίας αυτά τα ποσοστά επιπλοκών μειώνονται ακόμη περισσότερο χάρη στα νέα εργαλεία. Αντί για το παραδοσιακό νυστέρι και ψαλίδι, η εκτομή και η αιμόσταση γίνονται με ραδιοσυχνότητες και υπερηχητικές ακτίνες, πετυχαίνοντας μέγιστη ακρίβεια και αποτελεσματικότητα, χωρίς να προκαλείται κάκωση ιστών και άρα μετεγχειρητικός πόνος όπως συμβαίνει με την παραδοσιακή χειρουργική. Η διασφάλιση της ομιλίας του ασθενούς επιτυγχάνεται με τη χρήση νευροδιεγέρτη, μια χρήσιμη τεχνική που προειδοποιεί τον χειρουργό αφού εντοπίζει με ασφάλεια το λαρυγγικό νεύρο αποφεύγοντας τα προβλήματα με τις φωνητικές χορδές.