Ο καρκίνος θυρεοειδούς είναι η συχνότερη κακοήθεια του ενδοκρινικού συστήματος σε ποσοστό 95% και αποτελεί το 1,5% όλων των κακοήθων νεοπλασιών του ανθρώπου. Ο καρκίνος  θυρεοειδούς αδένα μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία, όμως περισσότερες περιπτώσεις εκδηλώνονται κατά μέσο όρο μετά την ηλικία των 48 ετών, με τις γυναίκες να έχουν δύο με τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να προσβληθούν από τη νόσο σε σύγκριση με τους άνδρες. Υπολογίζεται ότι ως το 2019 θα αποτελεί τον πιο συχνό καρκίνο στις γυναίκες. Βεβαίως οι περισσότερες μάζες που εμφανίζονται στο θυρεοειδή αδένα είναι καλοήθεις και οι περισσότερες περιπτώσεις καρκίνου του θυρεοειδούς αδένα είναι ιάσιμες, ενώ οι μάζες που αποδεικνύονται ότι είναι καρκίνοι έχουν πολύ καλή πρόγνωση. Παρόλα αυτά κάθε μάζα στον θυρεοειδή πρέπει να ερευνάται εξονυχιστικά προκειμένου να υπάρχει συνολική εικόνα και έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση.

Καρκίνος θυρεοειδούς :Τί είναι και πώς λειτουργεί ο θυρεοειδής

Ο θυρεοειδής είναι ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας στο ανθρώπινο σώμα, με θέση στο λαιμό, μπροστά από την τραχεία και κάτω από το λάρυγγα. Το βάρος του είναι 15 – 25 γραμμάρια και έχει σχήμα θυρεού, εξ’ ου και το όνομά του. Ανατομικά αποτελείται από δύο λοβούς (τον αριστερό και τον δεξί) και από το κεντρικό τμήμα που τους ενώνει. Η σημασία του θυρεοειδούς είναι πολύ μεγάλη για τον άνθρωπο, καθώς η βασική του λειτουργία είναι η ρύθμιση της παραγωγής, χρήσης και αποθήκευσης της ενέργειας στο σώμα, δηλαδή τις διαδικασίες του μεταβολισμού. Αυτό το πετυχαίνει παράγοντας από τα θυλακιώδη κύτταρα τις ορμόνες Τ3 και Τ4 που ρυθμίζουν τον μεταβολισμό του σώματος, ελέγχοντας το ρυθμό της καρδιάς, την αρτηριακή πίεση και τη θερμοκρασία του σώματος. Η έκκριση των Τ3 και Τ4 ρυθμίζεται από τη θυρεοειδοτρόπο ορμόνη (TSH) η οποία παράγεται στην υπόφυση του εγκεφάλου. Επίσης τα παραθυλακιώδη κύτταρα, παράγουν την καλσιτονίνη, την ορμόνη που παίζει  ρόλο στον μεταβολισμό του ασβεστίου στον οργανισμό. Τα προβλήματα του θυρεοειδούς είναι συχνά στον γενικό πληθυσμό και συχνά περνούν απαρατήρητα ή συγχέονται με άλλα ιατρικά προβλήματα.

Καρκίνος θυρεοειδούς: Μορφή, Στοιχεία και Συμπτώματα

Ο καρκίνος του θυρεοειδούς εμφανίζεται με την μορφή ψυχρού όζου στην περιοχή του λαιμού, σαν μια μάζα που δεν προκαλεί πόνο.  Εάν μια μάζα του θυρεοειδούς αφεθεί και μεγαλώσει είναι δυνατόν να προκαλέσει προβλήματα στην κατάποση και στην αναπνοή όπως επίσης και βραχνάδα. Σε περιπτώσεις αιμορραγίας εντός του όγκου μπορεί να υπάρχει πόνος. Ο καρκίνος θυρεοειδούς ταξινομείται βάσει των κυττάρων που υφίστανται τη νεοπλασία, συνεπώς έχουμε τις κακοήθεις παθήσεις που προέρχονται από τα θυλακιώδη κύτταρα του αδένα και από τα μη θυλακιώδη. Από τα θυλακιώδη προέρχονται: ο Θηλώδης τύπος, που είναι ο πιο συχνός τύπος θυρεοειδικής κακοήθειας και αναπτύσσεται στα κύτταρα που παράγουν τη θυροξίνη, ο Θυλακιώδης, που αναπτύσσεται στα ίδια κύτταρα και έχει επίσης ψηλό ποσοστό ίασης, αλλά μπορεί να διηθήσει τους κοντινούς με τον θυρεοειδή λεμφαδένες και να δώσει μεταστάσεις, ο Μυελοειδής, στα κύτταρα που εκκρίνουν καλσιτονίνη και ο Αναπλαστικός ή Αμετάπλαστος τύπος, που εκδηλώνεται κυρίως σε άτομα άνω των 65 ετών και είναι η σπανιότερη και η περισσότερο επικίνδυνη μορφή, εξαιτίας της επιθετικότητάς της. Στη δεύτερη κατηγορία των μη θυλακιωδών κυττάρων ανήκουν: Το Μυελοειδές καρκίνωμα, το Λέμφωμα, το Τεράτωμα και οι μεταστάσεις από κακοήθεις παθήσεις άλλων οργάνων.

Καρκίνος θυρεοειδούς: Παράγοντες Κινδύνου

Όταν υπάρχει οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του θυρεοειδούς, ο κίνδυνος εκδήλωσης της νόσου και σε άλλα μέλη της οικογένειας, είναι μεγαλύτερος. Η ιονίζουσα ακτινοβολία επίσης είναι ο βασικός παράγοντας πρόκλησης καρκίνου του θυρεοειδούς, ιδιαίτερα το ραδιενεργό ιώδιο. Ασθενείς που εξετέθησαν για οποιαδήποτε λόγο σε ιονίζουσα ακτινοβολία ή έκαναν ακτινοθεραπεία πρέπει να γνωρίζουν ότι έχουν περισσότερες πιθανότητες για καρκίνο του θυρεοειδούς ή και για υποθυρεοειδισμό, ενώ τέλος, οι ασθενείς που υποβλήθηκαν σε ακτινοθεραπεία λόγω καρκίνων της κεφαλής, του λαιμού ή του θώρακα, έχουν  επίσης περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν καρκίνο θυρεοειδούς. Στις ομάδες κινδύνου βρίσκονται και τα παιδιά με οζώδη ή πολυοζώδη βρογχοκήλη, οι άντρες με μονήρεις όζους, οι ενήλικες άνω των 60 ετών, εκείνοι που έχουν έναν ταχέως αυξανόμενο σε μέγεθος θυρεοειδικό όζο και οι ασθενείς με ατομικό ιστορικό κακοήθειας του μαστού.

Καρκίνος θυρεοειδούς: Διάγνωση

Η διάγνωση γίνεται με τη λήψη λεπτομερούς ιστορικού του ασθενούς, κατόπιν γίνεται ψηλάφηση του τραχήλου και ακολουθεί αιματολογικός έλεγχος (TSH, καλσιτονίνη, θυρεοσφαιρίνη, αντισώματα κ.α). Στη συνέχεια γίνεται υπερηχογράφημα, ελαστογραφία και σπινθηρογράφημα του θυρεοειδούς στο οποίο ο καρκίνος φαίνεται σαν ψυχρός όζος. Ένα άλλο μέσο διάγνωσης είναι η παρακέντηση (FNA) η οποία έχει μεγάλη ακρίβεια στην διάγνωση της ασθένειας, έχοντας τις ίδιες ενδείξεις με την εγχειρητική βιοψία. Το FNA αποτελεί μια μέθοδο κυτταρολογικής ή και ιστολογικής διάγνωσης υλικού το οποίο αναρροφάται με λεπτή βελόνη. Τα πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής είναι το ότι πρόκειται για μια γρήγορη, ανώδυνη και ασφαλή μέθοδο διάγνωσης, που μπορεί να γίνει με χαμηλό κόστος, αφού δεν απαιτεί εξειδικευμένο εξοπλισμό αναισθησία και νοσηλεία.

Καρκίνος θυρεοειδούς: Βιοχημικός Έλεγχος

Ο βιοχημικός έλεγχος περιλαμβάνει μέτρηση των Τ3, Τ4 και TSH ορού και είναι απαραίτητος έλεγχος της λειτουργίας του θυρεοειδούς. Η μέτρηση των αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων είναι χρήσιμη για την διαφορική διάγνωση. Η μέτρηση δε της θυρεοσφαιρίνης δεν είναι δείκτης καρκίνου, γίνεται όμως δείκτης μετά την χειρουργική εκτομή του καρκίνου του θυρεοειδούς. Αντιθέτως, η μέτρηση της καλσιτονίνης σε ασθενείς με όζους του θυρεοειδούς επιτρέπει την προεγχειρητική διάγνωση του μυελοειδούς καρκίνου του θυρεοειδούς.

Καρκίνος θυρεοειδούς: Αντιμετώπιση

Εφόσον διαγνωστεί καρκίνος θυρεοειδούς η αντιμετώπιση περιλαμβάνει χειρουργική αφαίρεση (ολική θυρεοειδεκτομή), θεραπευτική χορήγηση ραδιενεργού ιωδίου και αγωγή αναστολής με θυροξίνη. Έτσι γίνεται χειρουργική εκτομή και εξαίρεση του θυρεοειδούς αδένα, με τον χειρουργό να προσπαθεί να αφήσει όσο το δυνατόν λιγότερα θυρεοειδικά κύτταρα πίσω. Η ολική θυρεοειδεκτομή είναι συνήθως επαρκής και δε χρειάζονται περαιτέρω χειρουργικοί χειρισμοί. Σε κάποιες περιπτώσεις γίνεται και εξαίρεση των παρακείμενων λεμφαδένων όταν ανιχνεύεται νόσος και σε αυτούς ή υπάρχει σαφής υποψία. Η θεραπεία με ιώδιο ξεκινά συνήθως 4 με 6 εβδομάδες μετά την θυρεοειδεκτομή και περιλαμβάνει φαρμακευτική αγωγή λήψης χαπιού, του οποίο η δόση έχει ρυθμιστεί στον κάθε ασθενή. Καλό θα είναι για 1-2 εβδομάδες πριν την έναρξη θεραπείας με ραδιενεργό ιώδιο, ο ασθενής να αποφεύγει κάποιες συγκεκριμένες τροφές όπως τα οστρακοειδή, το ζαμπόν, το μπέικον, το αλάτι, το γιαούρτι και το παγωτό ενώ θα πρέπει να αποφεύγονται τα φάρμακα που περιέχουν ιώδιο και να καταναλώνεται μεγάλη ποσότητα υγρών. Στους ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται στη θεραπεία με ιώδιο, υπάρχει και η εξωτερική ακτινοβόληση του τραχήλου με υψηλές ακτινοβολίας. Τέλος κάθε 6 με 12 μήνες ο ασθενής θα πρέπει να επισκέπτεται τον ενδοκρινολόγο ώστε να ρυθμίζεται η δόση του φαρμάκου που υποκαθιστά τις ορμόνες που πια δεν παράγονται από τον απόντα αδένα.