Η βουβωνοκήλη είναι η πρόπτωση ενός εκ των περιεχομένων της κοιλιακής κοιλότητας και συνήθως είναι προπεριτοναϊκό λίπος ή μείζων επίπλου ή ακόμη και του εντέρου, μέσω του βουβωνικού πόρου. Είναι η πιο συχνή μορφή κήλης, με τις μορφές της να ποικίλλουν από μικρή διόγκωση έως και μεγάλη διόγκωση, που εκτείνεται στη βουβωνική χώρα και μπορεί να προκαλέσει πόνο και ειλεό από εντερική απόφραξη. Επιδημιολογικά υπολογίζεται πως περίπου 1 στους 3 άνδρες θα εμφανίσουν βουβωνοκήλη μια φορά στη ζωή τους, συνήθως μετά την ηλικία των 50 ετών. Στη γυναίκα η βουβωνοκήλη είναι πολύ πιο σπάνια και παρουσιάζεται με τη διαφορά ότι το σπλάχνο ακολουθεί την πορεία του στρογγυλού συνδέσμου της μήτρας, με πορεία προς το αιδοίο. Ο βουβωνικός πόρος, που προαναφέρθηκε, είναι το φυσιολογικό ανατομικό άνοιγμα(οπή) του κοιλιακού τοιχώματος δια μέσου του οποίου κατά την εμβρυϊκή ηλικία κατεβαίνει ο όρχις στους άντρες από την κοιλία στο όσχεο, ενώ στις γυναίκες περνάει ο στρογγύλος σύνδεσμος της μήτρας. Το φυσιολογικό αυτό άνοιγμα αποτελεί ευάλωτο σημείο του κοιλιακού τοιχώματος, στο οποίο συμβαίνει πρόπτωση ενδοκοιλιακού οργάνου, η οποία ονομάζεται βουβωνοκήλη.  

Βουβωνοκήλη: Παράγοντες κινδύνου

Σημαντικοί παράγοντες εμφάνισης βουβωνοκήλης είναι η παχυσαρκία, το κάπνισμα, ο χρόνιος βήχας, το φύλλο, το οικογενειακό ιστορικό, η δυσκοιλιότητα, η άρση βάρους κλπ.

Βουβωνοκήλη: Συμπτώματα

Σύμπτωμα της βουβωνοκήλης είναι η τοπική διόγκωση στην βουβωνική χώρα, που κάποιες φορές συνδυάζεται με ήπιο ή εντονότερο πόνο, που επιδεινώνεται με την αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης και με τις κινήσεις του εντέρου. Υπάρχουν δε περιπτώσεις κατά τις οποίες η κήλη είναι ανατάξιμη ή μη ορατή αλλά αισθητή μέσω του πόνου ή δεν παρουσιάζει καθόλου ενοχλήσεις και η διάγνωσή της γίνεται τυχαία από τον ιατρό. Όσο η κήλη προχωρά, τα συμπτώματα συνεχίζονται με περισσότερο πόνο και δυσφορία. Όταν εγκλωβίζεται λεπτό έντερο τα συμπτώματα είναι γαστρεντερικές διαταραχές, έμετοι και κοιλιακός πόνος, ενώ όταν εγκλωβίζεται το σιγμοειδές τμήμα του παχέος εντέρου προκαλείται δυσκοιλιότητα. Τέλος, όταν συμμετέχει τμήμα της ουροδόχου κύστης στην κήλη, προκαλούνται διαταραχές στην ούρηση. Στη μη ανατάξιμη βουβωνοκήλη υπάρχει πολύ σοβαρός κίνδυνος περίσφιξης που μπορεί να οδηγήσει σε μόνιμη βλάβη του σπλάχνου, λόγω ανεπαρκούς αιμάτωσης και να απειλήσει ακόμα και την ζωή του ασθενούς, γι’ αυτό είναι απαραίτητη η άμεση χειρουργική θεραπεία.

Βουβωνοκήλη: Αντιμετώπιση

Η επιλογή της χειρουργικής τεχνικής που είναι προτιμότερη πρέπει να έχει συνεννοηθεί πρωτίστως με τον ιατρό καθώς όλες οι τεχνικές έχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Μετά από πλήρη ενημέρωση και αφού αξιολογηθούν οι συνθήκες που αφορούν τον κάθε ασθενή, λαμβάνεται η κοινή πλέον απόφαση. Η διόρθωση μιας κήλης με τη χρήση ειδικών συνθετικών πλεγμάτων είναι μια λύση που υπάρχει αρκετά χρόνια. Με αυτόν τον τρόπο περιορίζονται σημαντικά οι πιθανότητες υποτροπής της κήλης και μειώνεται και ο μετεγχειρητικός πόνος. Το συνθετικό πλέγμα τοποθετείται με τρόπο που σφραγίζει το φυσικό έλλειμμα, περιορίζοντας την πιθανότητα να εξέλθει κάποιο κοίλο σπλάχνο.

 

Βουβωνοκήλη: Αντιμετώπιση / Ανοιχτή Χειρουργική

Πριν το χειρουργείο ο ασθενής δεν πρέπει να έχει φάει το προηγούμενο βράδυ και θα πρέπει να διακόψει κάποια φάρμακα εάν παίρνει. Επίσης γίνεται ο κλασικός προεγχειρητικός έλεγχος και βιοχημικές εξετάσεις. Στην ανοιχτή χειρουργική μέθοδο πραγματοποιείται μια τομή πάνω από την περιοχή της κήλης. Η επέμβαση διαρκεί 30 – 45 λεπτά και ο ασθενής σπάνια παραμένει στο νοσοκομείο περισσότερο από 24 ώρες. Τεχνική με βύσμα και πλέγμα(plug and patch): Η βουβωνική χώρα παρασκευάζεται ακολουθώντας τα βήματα της πρόσθιας ανοικτής τεχνικής. Ο σάκος της κήλης αποκολλάται από τους γύρω ιστούς και ανατάσσεται στον προπεριτοναϊκό χώρο. Ένα επίπεδο φύλλο πλέγματος πολυπροπυλενίου τυλίγεται σε σχήμα κώνου, ο οποίος τοποθετείται στο έλλειμμα και καθηλώνεται με μεμονωμένες ραφές είτε στο έσω βουβωνικό στόμιο, είτε στον αυχένα του ελλείματος της κήλης. Ακολουθεί η τοποθέτηση ενός επίπεδου κομματιού πολυπροπυλενίου στο έδαφος του βουβωνικού πόρου, το οποίο επικαλύπτει τον κώνο. Το πλέγμα καθηλώνεται με μεμονωμένες ραφές.

Βουβωνοκήλη: Αντιμετώπιση / Λαπαροσκοπική Χειρουργική

Πριν το χειρουργείο ο ασθενής δεν πρέπει να έχει φάει το προηγούμενο βράδυ και θα πρέπει να διακόψει κάποια φάρμακα εάν παίρνει. Επίσης γίνεται ο κλασικός προεγχειρητικός έλεγχος και βιοχημικές εξετάσεις. Η εγχείρηση γίνεται με γενική νάρκωση. Αρχικά ανοίγονται μικρές τομές μερικών χιλιοστών στην πάσχουσα περιοχή, από της οποίες εισέρχεται μικροκάμερα και λεπτά ιατρικά εργαλεία. Η εικόνα που λαμβάνει η κάμερα μεταδίδεται σε ένα μόνιτορ το οποίο βλέπει ο χειρουργός για να κατευθυνθεί στο εγχειρητικό πεδίο χωρίς να χρειάζεται μεγάλη τομή. Στη μέθοδο TEP η επέμβαση γίνεται εξωπεριτοναικά και θεωρείται μια ελάχιστα επεμβατική μέθοδος.

Ο χώρος που δημιουργείται για την τοποθέτηση του πλέγματος είναι μεταξύ των μυών του κοιλιακού τοιχώματος και του περιτοναίου και δεν εισέρχεται κάποιο εργαλείο στην κοιλιά. Στη συνέχεια τοποθετείται το πλέγμα και δένεται με clips εάν η κήλη είναι ευθεία. Στη μέθοδο TAPP η επέμβαση γίνεται με είσοδο της κάμερας και των εργαλείων στην κοιλιά από μικρές τομές 5-10 mm. Κατόπιν αποκολλάται το περιτόναιο και τοποθετείται πλέγμα μεταξύ των μυών του κοιλιακού τοιχώματος και του περιτοναίου, ενώ στη συνέχεια το πλέγμα σταθεροποιείται με clips και το περιτόναιο συρράπτεται. Είναι μια μέθοδος που προτιμάται σε μεγάλες βουβωνοκήλες, σε παχυσάρκους ασθενείς, σε υποτροπές και σε αμφοτερόπλευρες κήλες. Η λαπαροσκοπική μέθοδος έχει πολλά πλεονεκτήματα. Αρχικά ελαχιστοποιείται ο μετεγχειρητικός πόνος, ενώ λόγω του μικρού αριθμού των τομών λίγων χιλιοστών, πετυχαίνεται πολύ λιγότερη απώλεια αίματος, καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα και γρήγορη επάνοδος στις καθημερινές ασχολίες.